φυλά(γ)ω

φυλά(γ)ω
(αόρ. εφύλαξα) μετ.
1) стеречь, сторожить; охранять;

φυλά(γ)ω τό κοπάδι — сторожить стадо;

2) беречь; сохранять; хранить;

φυλά(γ)ω τα λεφτά μου — беречь деньги;

3) предохранять, оберегать, защищать;
4) соблюдать (что-л.); быть верным (чему-л.);

φυλά(γ)ω τούς κανόνες (τη συμφωνία) — соблю-

дать привила (договор);
5) подстерегать, выслеживать;

φυλά(γ)ω καρτέρι — устраивать засаду, подстерегать;

§ φυλά(γ)ω τό λόγο μου — держать слово;

φυλά(γ)ω πάθος κατά τίνος — таить злобу против кого-л.;

φυλά(γ)ω κακία;

κάποιου таить зло против кого-л.;

του το φυλά(γ)ω — я ему это припомню;

όποιος φυλά(γ)ει, φυλά(γ)ει γιά άλλονε — посл, скупой не для себя копит;

όποιος φυλά(γ)ει τα ρούχα του έχει τα μισά — погов, бережёного бог бережёт;

φυλά(γ)ομαι

1) — беречься, остерегаться, быть осторожным;

φυλάξου! берегись!;
2) укрываться, прятаться;

φυλά(γ)ομαι απ' τη βροχή — укрываться от дождя


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "φυλά(γ)ω" в других словарях:

  • Φύλα — Φύλας masc voc sg (epic) Φύλᾱ , Φύλης masc nom/voc/acc dual Φύλης masc voc sg Φύλᾱ , Φύλης masc gen sg (doric aeolic) Φύλης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλά(γ)ω — φύλαξα, φυλάχτηκα, φυλαγμένος 1. μτβ., προσέχω, επιτηρώ κάτι μην πάθει ή μη φύγει, φρουρώ, στέκομαι ως φύλακας: Δύο στρατιώτες ένοπλοι φυλάγουν τους αιχμαλώτους. 2. προφυλάγω, προστατεύω, υπερασπίζω, σώζω: Ο Θεός να μας φυλάει απ την κακιά την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φῦλα — φῦλον race neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φύλας — Φύλᾱς , Φύλας masc nom sg Φύλᾱς , Φύλης masc acc pl Φύλᾱς , Φύλης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φῦλ' — Φυλά̱ , Φυλή a race fem nom/voc/acc dual Φυλά̱ , Φυλή a race fem nom/voc sg (doric aeolic) Φυλαί , Φυλή a race fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλασίοις — φυλᾱσίοις , φυλάσιος a man of Phyle masc dat pl φῡλασίοις , φυλάζω form into tribes fut opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλασίου — φυλᾱσίου , φυλάσιος a man of Phyle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλασίων — φυλᾱσίων , φυλάσιος a man of Phyle masc gen pl φῡλασίων , φυλάζω form into tribes fut part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλάς — Φυλά̱ς , Φυλή a race fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλάσιοι — φυλά̱σιοι , φυλάσιος a man of Phyle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλάσιον — φυλά̱σιον , φυλάσιος a man of Phyle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»